Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καμαρωτός {1}  
επίθετο

fie`ro, compiaciu`to, tro`nfio, impetti`to καμαρωτό περπάτημα == andatura fiera | περπατούσε καμαρωτός καμαρωτός == camminava tutto tronfio

καμαρωτός {2}
επίθετο

ad arco, a botte καμαρωτός θόλος == volta a botte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καμαρώνω καματεύω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---