Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καμέραμαν  
ουσιαστικό αρσενικό

1 cameraman ~m~, operato`re televisi`vo
2 operato`re cinematografi`co di ma`cchina

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κάμερα {2} καμήλα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---