Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καμινάδα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 canna ~f~ fuma`ria, ciminie`ra ~f~, cami`no ~m~
2 di nave fumaio`lo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καμικάζι καμινάρης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---