Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καμουφλάρισμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

camuffame`nto ~m~, mascherame`nto ~m~ ((anche in senso figurato))

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καμουφλάζ καμουφλαρισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---