Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καμπάνια  
ουσιαστικό θηλυκό

campa`gna ~f~ διαφημιστική καμπάνια == campagna pubblicitaria

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καμπαναριό καμπανίζω  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η διαφημιστική καμπάνια = campagna [θηλ.] pubblicitaria


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---