Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καμπίνα  
ουσιαστικό θηλυκό

cabi`na ~f~ οι καμπίνες του πλοίου == le cabine della nave | καμπίνα του πιλότου == cabina di comando | καμπίνα του ασανσέρ == cabina dell'ascensore | νοικιάζω μια καμπίνα στην πλαζ == affittare una cabina al mare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κάμπιγκ κάμπινγκ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---