Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καμπόης
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [καουμπόης]

καουμπόης  
ουσιαστικό αρσενικό

cow-boy ~m~ /κάου μποϊ/, mandria`no ~m~

καουμπόίσσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [καουμπόης]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καμπίσιος καμπόικο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---