Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καπακώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 coperchia`re, me`ttere il cope`rchio
2 (fig) copri`re, nasco`ndere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καπακωμένος καπαμάς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---