Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καπαρντίνα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 gabardine ~f~ /γκαβμπαρντίν/
2 πανωφόρι cappo`tto ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κάπαρη καπάρο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---