Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καπέλο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 cappe`llo ~m~, coprica`po ~m~
2 (fig) ille`cito aume`nto ~m~ del prezzo di un prodo`tto πoυλάω με καπέλo == vendere a prezzi maggiorati +++του βγάζω το καπέλo == gli faccio tanto di cappello

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καπελιέρα καπελού  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---