Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καπηλεύομαι  
ρήμα παθητικό

fare merca`to, fare mercimo`nio, mercifica`re καπηλεύoμαι τα θεία == mercificare la religione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καπηλειό κάπηλος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---