Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
καπιστρωμένος
επίθετο
participio passato del verbo
[καπιστρώνω]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< καπίστρι
καπιστρώνω >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
καπηλειό
[ουσ ουδ.]
καπηλεύομαι
{καπηλεύτη...
κάπηλος
{καπήλ-ου ...
καπίκι
{καπικ-ιού...
καπίστρι
{καπιστρ-ι...
καπιστρωμένος
[επίθ.]
καπιστρώνω
{καπίστρω-...
καπιταλισμός
[ουσ αρσ ]
καπιταλιστής
{καπιταλισ...
καπιταλιστικός
[επίθ.]
καπιταλίστρια
{καπιταλισ...
καπιτονάρισμα
[ουσ ουδ.]
καπιτονέ
[ουσ ουδ.]
καπλαμάς
{καπλαμάδε...
καπλαντίζω
{καπλάντισ...
καπλάντισμα
[ουσ ουδ.]
καπλαντισμένος
[επίθ.]
κάπνα
{χωρ. πληθ...
καπναγωγός
[επίθ.]
καπνεμπόριο
[ουσ ουδ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis