Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κάπηλος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 bettolie`re ~m~, oste ~m~
2 chi fa un ille`cito comme`rcio
3 (fig) chi fa merca`to di qualcosa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καπηλεύομαι καπίκι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---