Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καπετάνιος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 marineria capita`no ~m~, comanda`nte ~mf~
2 capo ~m~, comanda`nte ~mf~ di formazio`ni irregola`ri, di forze rivoluziona`rie
3 capo ~m~, comanda`nte ~mf~ di formazio`ni partigia`ne
4 capoba`nda ~mf~

καπετάνισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [καπετάνιος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καπελώνω καπηλεία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---