Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαπατσοσύνη
ουσιαστικό θηλυκό scaltre`zza ~f~, astu`zia ~f~, furbi`zia ~f~ τον τύλιξε με την καπατσοσύνη της == l'ha intrappolato con la sua scaltrezza permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |