Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καπαρωμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [καπαρώνω]
2 accaparra`to
3 (fig) accaparra`to, riserva`to, non li`bero

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καπάρωμα καπαρώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---