Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καπάκι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 cope`rchio ~m~ το καπάκι της κατσαρόλας == il coperchio della pentola
2 di penna cappu`ccio ~m~
3 tappo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κάπα {2} καπακωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---