Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γκαμπαρντίνα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [καμπαρντίνα]

καμπαρντίνα  
ουσιαστικό θηλυκό

gabardine ~f~ /γκαμπαρντίν/

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γκαμήλα γκαμπριολέ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---