Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κάμποσοι  
επίθετο

alquanti ~mp~

κάμποσος, (raro) καμπόσος  
επίθετο

pare`cchio ήρθαν κάμποσοι επισκέπτες == sono venuti parecchi visitatori | κάνω τον καμπόσο == darsi delle arie | | fare il gradasso, il bullo

κιαμπόσος
αντωνυμία

variante di [καμπόσος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κάμποσο Καμπότζη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---