Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαμπή
ουσιαστικό θηλυκό 1 curva ~f~, svolta ~f~ o δρόμος κάνει καμπή προς τα αριστερά == la strada fa una svolta a sinistra | η καμπή ενός ποταμού == l'ansa di un fiume 2 (fig) svolta ~f~ το επεισόδιο αυτό αποτέλεσε καμπή στη ζωή μου == quell'episodio ha dato una svolta alla mia vita | κρίσιμη καμπή == svolta critica permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |