Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαμπάνα
ουσιαστικό θηλυκό 1 campa`na ~f~ σημαίνουν οι καμπάνες == le campane suonano | οι καμπάνες χτυπούν χαρμόσυνα == le campane suonano a festa 2 (fig) bocciatu`ra ~f~ 3 militare (fig) punizio`ne ~f~ αν το ξανακάνεις, θα σου ρίξω καμπάνα! == se succede un'altra volta, ti sbatto dentro! 4 (fig) grossa multa ~f~ του ήρθε μια καμπάνα από την εφορία == si è beccato una grossa multa dall'ufficio tasse+++παντελόνι καμπάνα == pantaloni a zampa di elefante | φωνή καμπάνα == voce stentorea permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |