Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καμηλό  
επίθετο

di pelo, di lana di camme`llo

καμηλό
ουσιαστικό ουδέτερο

pelo ~m~, lana ~f~ di camme`llo, camme`llo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καμηλιέρης καμηλοπάρδαλη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---