Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαμαρώνω
ρήμα αμετάβατο e`ssere fie`ro, orgoglio`so di qualcu`no o di qualco`sa, vanta`rsi καμαρώνει για τους προγόνους του == è fiero, è orgoglioso dei suoi antenati | καμαρώνει για τα πλούτη του == si vanta delle sue ricchezze καμαρώνω ρήμα μεταβατικό ammira`re compiaciu`to, guarda`re con orgo`glio καμαρώνει το καινούριο της φόρεμα == guarda compiaciuta il suo vestito nuovo | ονειρεύεται να καμαρώσει μια μέρα το γιο της δικαστή == sogna di guardare un giorno con orgoglio il figlio diventato giudice | αχ, πότε θα σε καμαρώσω νυφούλα! == verrà mai il giorno che ti vedrό con l'abito da sposa! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |