Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καμάκι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 fio`cina ~f~, arpio`ne ~m~
2 (fig) abborda`ggio κάνω καμάκι σε μια κοπέλα == abbordare una ragazza, cercar di attaccare discorso con una ragazza
3 (fig) chi abbo`rda, chi acco`sta una donna, chi vuo`le attacca`re disco`rso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καλωσόρισμα καμακίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---