Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαμάκι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 fio`cina ~f~, arpio`ne ~m~ 2 (fig) abborda`ggio κάνω καμάκι σε μια κοπέλα == abbordare una ragazza, cercar di attaccare discorso con una ragazza 3 (fig) chi abbo`rda, chi acco`sta una donna, chi vuo`le attacca`re disco`rso permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |