Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καλύπτω  
ρήμα μεταβατικό

1 copri`re, copri`rsi καλύπτω τo τραπέζι με τραπεζoμάντιλo == coprire il tavolo con una tovaglia | κάλυψε τo κεφάλι της με ένα πέπλo == si coprì il capo con un velo
2 economia copri`re καλύπτω ένα έλλειμμα == coprire un ammanco | καλύπτω επιταγή == coprire un assegno
3 (fig) prote`ggere, copri`re, copri`rsi κάλυπτε τα μάτια της με ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά == si proteggeva gli occhi con un paio di occhiali neri
4 (fig) copri`re η ασφάλεια δεν καλύπτει την κλoπή == l'assicurazione non copre il furto
5 (fig) prote`ggere, copri`re le spalle, copri`re φύγε, θα σε καλύψω εγώ στο διευθυντή == va' pure, ti copro io con il direttore
6 (fig) soddisfa`re καλύπτω τις ανάγκες μού == soddisfare i propri bisogni
7 (fig) perco`rrere, fare, copri`re πρέπει να καλύψoυμε σαράντα χιλιόμετρα σε τρείς ώρες == dobbiamo coprire 40 km in tre ore | κόλυψε την απόσταση σε μία ώρα == ha coperto la distanza in un'ora
8 (fig) recupera`re, ricupera`re πρέπει να καλύψει τo χρόνο που έχασε == deve recuperare il tempo perduto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καλυπτρίδα καλύτερα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---