Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαλυτερεύω
ρήμα αμετάβατο migliora`re, diventa`re miglio`re η ζωή μας έχει καλυτερέψει κατά πoλύ == la nostra vita è migliorata di molto καλυτερεύω ρήμα μεταβατικό migliora`re, re`ndere miglio`re κοίτα να καλυτερέψεις τους βαυμoύς σου == devi cercare di migliorare i tuoi voti permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |