Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλατάρω  
ρήμα αμετάβατο

1 scoppia`re κλάταρε ένα λάστιχο == è scoppiato un pneumatico
2 (fig) sfianca`rsi, crepa`re, esauri`rsi κλάταρα από το τρέξιμo == a furia di correre mi sono sfiancato | έχω κλατάρει από τη ζέστη == sono crepato dal caldo
3 (fig) e`ssere pie`no zeppo τo λεωφορείο είχε κλατάρει == l'autobus era pieno zeppo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλαταρισμένος κλάτσα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---