Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλαψιάρικος  
επίθετο

piagnucolo`so, piagnucolo`ne κλαψιάρικo μωρό == bambino piagnucoloso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλαψιάρης κλάψιμο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---