Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κλαυσίγελος  
ουσιαστικό αρσενικό

((letterario)) il pia`ngere e il ri`dere contemporaneame`nte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κλαυμός κλάψα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---