Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βουλγάρικος [επίθ.] βούλωμα [ουσ ουδ.]
Βούλγαρος [ουσ αρσ ] βουλωμένος [επίθ.]
βούλες [θηλ. ουσ πληθ.] βουλώνω Ρ1α μππ. β...
βούλευμα {βουλεύμ-α... βουλώνω Ρ1α μππ. β...
βουλευτήριο {βουλευτηρ... βουνά [θηλ.ουσ]
βουλευτής {θηλ. βουλ... βουναλάκι {χωρ. γεν....
βουλευτικός [επίθ.] βούνευρο [ουσ ουδ.]
βουλευτίνα {χωρ. γεν.... βούνευρον [ουσ ουδ.]
βουλή [θηλ.ουσ] βουνίσιος [επίθ.]
βούληση {-ης κ. -ή... βουνό [ουσ ουδ.]
βουλητικός [επίθ.] βουνοκορυφή [θηλ.ουσ]
βούλιαγμα [ουσ ουδ.] βουνοκορφή [θηλ.ουσ]
βουλιαγμένος [επίθ.] βουνοπλαγιά [θηλ.ουσ]
βουλιάζω {βούλια-ξα... βουνοσειρά [θηλ.ουσ]
βουλιάζω {βούλια-ξα... βουντού [ουσ ουδ.]
βουλιέμαι (βουλήθηκα... βούρδουλας {χωρ. πληθ...
βουλιμία {χωρ. πληθ... βουρδουλιά [θηλ.ουσ]
βουλκανιζάρω [ρ. μτβ.] βουρκάρι {βουρκαρ-ι...
βουλκανιζατέρ [ουσ ουδ.] βούρκος [ουσ αρσ ]
βουλκανίζω μππ. βουλκ... βούρκωμα [ουσ ουδ.]
βουλκανισμός [ουσ αρσ ] βουρκωμένος [επίθ.]
βούλλωμαν [ουσ ουδ.] βουρκώνω μππ. βουρκ...
βουλοκέρι [ουσ ουδ.] βουρκώνω μππ. βουρκ...
βούλομαι (βουλήθηκα... βούρλα [θηλ.ουσ]
βούλομαι (βουλήθηκα... βουρλίζω {βούρλισ-α...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: