Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βουλιμία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 medicina bulimi`a ~f~
2 ingordi`gia ~f~; voracità ~f~; cupidi`gia ~f~ ((anche in senso figurato)) τρώω με βουλιμία==mangiare con voracità | η βουλιμία για το χρήμα==avidità, cupidigia di denaro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βουλιέμαι βουλκανιζάρω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---