Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βουλιάζω  
ρήμα μεταβατικό

marineria affonda`re; manda`re a fondo βουλιάζω ένα σκάφος==affondare un'imbarcazione

βουλιάζω
ρήμα αμετάβατο

1 marineria affonda`re; anda`re a fondo; inabissa`rsi το πλοίο βούλιαξε==la nave è affondata
2 ((figurato)) anda`re in rovina; falli`re η επιχείρηση βούλιαξε από την κακή διαχείριση==l'azienda è fallita a causa della cattiva amministrazione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βουλιαγμένος βουλιέμαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---