Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βουλή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 politica Parlame`nto ~m~; Ca`mera ~f~ dei Deputa`ti η Βουλή ενέκρινε το νομοσχέδιο==il Parlamento ha approvato il disegno
2 θέληση volontà ~f~; decisio`ne ~f~ η βουλή του Υψίστου ==la volontà di Dio
3 politica l'edifi`cio ~m~ del Parlame`nto η βιβλιοθήκη της Βουλής==la biblioteca del Parlamento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βουλευτίνα βούληση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---