Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βούληση  
ουσιαστικό θηλυκό

volontà ~f~; vole`re ~m~ άνθρωπος χωρίς βούληση==un uomo privo di volontà | η λαϊκή βούληση==la volontà, il volere del popolo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βουλή βουλητικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---