Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβουλευτής
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό politica parlamenta`re ~mf~, deputa`to ~m~ βουλευτίνα ουσιαστικό θηλυκό forma popolare del femminile di [βουλευτής ^-ή, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |