Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βούλα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 sigi`llo ~m~; sugge`llo ~m~ σφράγισε το γράμμα με τη βούλα του==ha messo il proprio sigillo sulla lettera | καρπούζι με τη βούλα==cocomero nel quale è stato praticato un tassello a scopo di assaggio
2 storia bolla ~f~ παπική βούλα==bolla papale
3 di animali chia`zza ~f~; ma`cchia ~f~

βούλες
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

pallini ~mp~; pois /πουά/ ~mp~ άσπρο φόρεμα με μαύρες βούλες==vestito bianco a pallini neri

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βουκολώ Βουλγάρα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---