Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβούλευμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 deliberazio`ne ~f~; deli`bera ~f~; delibera`to ~m~ 2 diritto sente`nza ~f~ (in fase istrutto`ria) αθωωτικό βούλευμα==sentenza di proscioglimento (in fase istruttoria) | παραπεμπτικό βούλευμα==sentenza di rinvio a giudizio (in fase istruttoria) permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |