Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβούλιαγμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 marineria affondame`nto ~m~ το βούλιαγμα μιας βάρκας==l'affondamento di una barca 2 affossame`nto ~m~; avvalla`mento ~m~; buca ~f~; fossa ~f~ πέσαμε σε βούλιαγμα==siamo andati a finire in una buca 3 ((figurato)) rovi`na ~f~ econo`mica; fallime`nto ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |