Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βούλωμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 otturame`nto ~m~; occlusio`ne ~f~; chiusu`ra ~f~
2 tappo ~m~; tura`cciolo ~m~ πού είναι το βούλωμα τον μπουκαλιού;==dov'è il tappo della bottiglia?

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βούλομαι βουλωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---