Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβουνοκορυφή
ουσιαστικό θηλυκό variante di [βουνοκορφή] βουνοκορφή ουσιαστικό θηλυκό geografia cima ~f~, sommità ~f~ di monta`gna; vetta ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |