Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βούρκωμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 il diventa`re fango`so
2 offuscame`nto ~m~; annuvolame`nto ~m~
3 ((figurato)) melma ~f~; abiezio`ne ~f~ mora`le

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βούρκος βουρκωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---