Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βουρκώνω  
ρήμα μεταβατικό

re`ndere fango`so; intorbidi`re

βουρκώνω
ρήμα αμετάβατο

1 diventa`re fango`so; intorbidi`rsi βούρκωσε το νερό τον πηγαδιού==l'acqua del pozzo si trasformò in fanghiglia
2 offuscarsi; oscurarsi; annuvolarsi βούρκωσε ο ουρανός==il cielo si è rannuvolato | βούρκωσαν τα μάτια του==gli son venute le lacrime agli occhi, aveva gli occhi velati di lacrime

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βουρκωμένος βούρλα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---