Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βουρκωμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [βουρκώνω]
2 cispo`so
3 imbambola`to
4 vela`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βούρκωμα βουρκώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---