Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βουρτσίζω  
ρήμα μεταβατικό

spazzola`re βουρτσίζω τα παπούτσια==spazzolare le scarpe | βουρτσίζω τα μαλλιά μου==spazzolarsi i capelli

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βουρτσάκι βούρτσισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---