Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβουτάω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [βουτώ] βουτώ ρήμα μεταβατικό 1 imme`rgere; tuffa`re βουτώ τα ρούχα στο νερό==immergere i panni nell'acqua 2 inti`ngere; inzuppa`re βουτώ ένα μπισκότο στον καφέ==intingere un biscotto nel caffè 3 affera`re; agguanta`re; acchiappa`re 4 scippa`re; sgraffigna`re; ruba`re της βούτηξαν την τσάντα==le hanno scippato la borsetta βουτώ ρήμα αμετάβατο imme`rgersi; tuffa`rsi ελάτε να βουτήξουμε στη θάλασσα==tuffiamoci in mare! permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαβουτώ κρατώντας την αναπνοή μου = immergersi in apnea Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |