Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβραβεύομαι
ρήμα παθητικό e`ssere premia`to βραβεύτηκαν οι κόποι τον==i suoi sforzi sono stati premiati βραβεύω ρήμα μεταβατικό premia`re; assegna`re un pre`mio αύριο θα βραβεύσουν τούς νικητές==domani premieranno i vincitori permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |