Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βουτυρόπαιδο  
ουσιαστικό ουδέτερο

fi`glio ~m~ di papà; cocco ~m~ di mamma; raga`zzo ~m~ vizia`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βούτυρον βουτυροποιείο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---