Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βούτυρο  
ουσιαστικό ουδέτερο

bu`rro ~m~ φυτικό βούτυρο==burro vegetale

βούτυρον
ουσιαστικό ουδέτερο

variante letteraria di [βούτυρο]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βουτυρένιος βουτυρόγαλα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---