Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
βουρτσισμένος
επίθετο
participio passato del verbo
[βουρτσίζω]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< βούρτσισμα
βουστάσιο >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
βούρλο
[ουσ ουδ.]
βούρτσα
{δύσχρ. βο...
βουρτσάκι
[ουσ ουδ.]
βουρτσίζω
{βούρτσισ-...
βούρτσισμα
[ουσ ουδ.]
βουρτσισμένος
[επίθ.]
βουστάσιο
{βουστασί-...
βουταδιένιο
[ουσ ουδ.]
βουτάνιο
{βουτανίου...
βουτάω
[ρ. μτβ. και αμετβ.]
βούτηγμα
[ουσ ουδ.]
βουτηγμένος
[επίθ.]
βούτημα
[ουσ ουδ.]
βουτηχτής
{βουτηχτ-ά...
βουτηχτός
[επίθ.]
βουτιά
[θηλ.ουσ]
βουτρόφος
[ουσ αρσ και θηλ.]
βουτσί
{χωρ. πληθ...
βουτυλένιο
[ουσ ουδ.]
βουτυλικός
[επίθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis