Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβούρτσισμα
ουσιαστικό ουδέτερο spazzola`ta ~f~; colpo ~m~ di spa`zzola πέρνα ένα βούρτσισμα στο παλτό==da' un colpo di spazzola al cappotto! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |